- υπέρπλεος
- -ον, Μβλ. ὑπέρπλεως.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπερπλέω — ὑπέρπλεος abundant masc/fem/neut nom/voc/acc dual ὑπέρπλεος abundant masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερπλέων — ὑπέρπλεος abundant masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέρπλεα — ὑπέρπλεος abundant neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέρπλεως — ων / ὑπέρπλεως, ων, ΝΜΑ και ὑπέρπλεος, ον, Ν (λόγ. τ.) εντελώς γεμάτος, ξέχειλος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπέρπλεον το περίσσευμα αρχ. μολυσμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πλέως / πλέος «γεμάτος, πλήρης»] … Dictionary of Greek